Στα θυελλώδη αμφιθέατρα της δεκαετίας του ’80, στις «απόλυτα δημοκρατικές» διαδικασίες ήταν αυτονόητο πως κάθε ομιλητής όφειλε να απαντήσει σε ερωτήσεις που του έθεταν συνδικαλιστές άλλων παρατάξεων. Κατά κανόνα οι ερωτήσεις μετατρέπονταν σε σκληρές τοποθετήσεις που, προσχηματικά και μόνο, κατέληγαν σε μια κάποια ερώτηση στο τέλος τους.
Σε αυτή τη διαδικασία που πολλές φορές εξελισσόταν με χαοτικούς όρους, ιδίως όταν έπρεπε να εκδοθεί κάποιο ψήφισμα για τη Νικαράγουα, την Παλαιστίνη ή το Αφγανιστάν, υπήρχαν κάποιες εξαιρέσεις. Ερωτήσεις που απευθύνονταν είτε από συνδικαλιστές της παράταξης του ομιλητή, είτε συνδικαλιστές άλλων παρατάξεων που προϊδέαζαν για την διαμόρφωση συμμαχιών κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας, ώστε κατά περίπτωση να υπερψηφιστεί ή να καταψηφιστεί το επίμαχο ψήφισμα.
Στη φοιτητική- συνδικαλιστική αργκό οι ερωτήσεις αυτές λέγονταν «πάσες».
Πάσες δίνονταν – και δίνονται – κατά καιρούς, αν και πολλές φορές με πιο κομψό και αδιόρατο τρόπο, στο ελληνικό κοινοβούλιο. Θρυλικές έχουν μείνει οι ούτως ειπείν πάσες που αντάλλασαν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με τον Ηλία Ηλιού. Νέα Δημοκρατία και ΕΔΑ διαφωνούσαν σχεδόν στα πάντα, αλλά η κριτική του Ηλιού προς τον Καραμανλή και οι απαντήσεις του τότε πρωθυπουργού προς την ιστορική μορφή της κοινοβουλευτικής αριστεράς, εμπεριείχαν αδιόρατα τις γενικές γραμμές συμφωνίας των δύο χώρων σε μια στρατηγική κατεύθυνση: την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Αργότερα, λίγο πριν τις εκλογές του 1977 και οπωσδήποτε αμέσως μετά, όταν φάνηκε ότι ερχόταν το «κύμα» της αλλαγής, ήταν πάλι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εκείνος που έκανε άλλου τύπου πάσες με άλλον αποδέκτη. Τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Πριν τις εκλογές του ’77, ο τότε πρωθυπουργός δεχόταν διακοπές κατά τη διάρκεια της ομιλίας του από τον Ανδρέα και συχνά –πυκνά έπαιρνε το λόγο για να του απαντήσει, ιδιαίτερα όταν η Εθνική Αντιπροσωπεία συζητούσε τα λεγόμενα εθνικά θέματα, προξενώντας την δυσφορία του Γ.Μαύρου, που ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντιλαμβανόταν ότι και οι δύο, Καραμανλής και Παπανδρέου, τον παρέκαμπταν. Αλλά και μετά το ’77, το περίφημο «Βυθίσατε το Χόρα» του Ανδρέα θρυλείται ότι ειπώθηκε σε συνεννόηση με τον Καραμανλή, αλλά σε κάθε περίπτωση, ήταν μια πάσα του Ανδρέα προς τον πρωθυπουργό, πάσα από την οποία κερδισμένοι βγήκαν και οι δύο. Ο Ανδρέας γιατί εμφανίστηκε ως υπέρμαχος της εθνικής ακεραιότητας της χώρας και ο Καραμαλής γιατί έστελνε στον «διεθνή παράγοντα» ένα σαφές μήνυμα «Μαζέψτε την Τουρκία αν θέλετε ησυχία στη γειτονιά, γιατί δείτε ποιος έρχεται».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με το σκάνδαλο Κοσκωτά να συγκλονίζει τη χώρα, η κοινοβουλευτική «αβρότητα» των Φλωράκη-Κύρκου προς Μητσοτάκη και τούμπαλιν προϊδέαζε για την κυβέρνηση Τζανετάκη και το καλοκαίρι του ’89 που ακολούθησε. Ήταν πάσες που εκμεταλλεύτηκαν και οι δυο πλευρές.
Άλλες φορές εντυπωσιακές πάσες, βαθιές μπαλιές με διαβήτη θα έλεγε κανείς, πήγαν χαμένες γιατί ο αποδέκτης δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να τις εκμεταλλευτεί. Στο συνέδριο του Συνασπισμού του 1996, εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ εμφανίστηκε ο ίδιος ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης. Σε μια ομιλία του που καταχειροκροτήθηκε, ανέδειξε το κόμμα της τότε Ανανεωτικής αριστεράς και τον πρόεδρό του Νίκο Κωνσταντόπουλο σε ισότιμο συνομιλητή και εταίρο, σε μια πορεία για την απαλλαγή της χώρας από χρόνιες παθογένειες και κυρίως την προοπτική ένταξής της στο σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα.
Σαν να έκανε ο Πλατινί μπαλιά δέκα μέτρα πίσω από τη γραμμή της σέντρας και να έβρισκε τον Μπόνιεκ ξεμαρκάριστο στο ύψος της μεγάλης περιοχής. Η Γιουβέντους μεγαλούργησε με αυτές τις βαθιές μπαλιές. Στο ΟΑΚΑ όμως, όπου είχε γίνει εκείνο το συνέδριο του ΣΥΝ ο Κωνσταντόπουλος μίλησε για μιάμιση ώρα, χωρίς να πάρει καν την μπάλα. Η συνέχεια είναι γνωστή. Το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε οκτώ χρόνια μόνο του και ο Συνασπισμός έμεινε να χαροπαλεύει μεταξύ πρώτης και δεύτερης κατηγορίας.
Το 2004, ο Σημίτης πάλι, έκανε μια σίγουρη πάσα στον ΓΑΠ. Που πήρε την μπάλα, αλλά δεν ήξερε τι να την κάνει. Την ώρα που το παιχνίδι άρχισε να γυρίζει, διέγραψε για ένα γελοίο λόγο 10 βουλευτές του, άλλαξε το σύστημα και την 11άδα δηλαδή και μοιραία έχασε τα αυγά και τα πασχάλια. Ο Γιώργος Παπανδρέου ξαναπήρε την μπάλα το ’09, μάλλον χωρίς να καταλάβει γιατί και η αμηχανία του φαινόταν σε όλο το παιχνίδι, που το ’11 ήταν φανερό ότι ήθελε να την πασάρει στο Σαμαρά χωρίς να ξέρει πως.
Αυτό το πώς είναι τις περισσότερες φορές καθοριστικό. Τόσο στο ποδόσφαιρο, όσο και στην πολιτική. Πρέπει να έχεις δουλέψει την φάση, να ξέρεις τι θέλεις να κάνεις και κυρίως να μπορείς. Τις προάλλες, ο Μέσι ήξερε τι ήθελε να κάνει σε εκείνη την εξεζητημένη εκτέλεση πέναλτι. Να αποτίσει φόρο τιμής στον Γιόχαν Κρόιφ που είχε εκτελέσει πέναλτι – πάσα στον Γιέσπερ Όλσεν το 1982. Σε ψυχολογικό επίπεδο, το κόλπο έπιασε τόπο, αφού ο «Ιπτάμενος Ολλανδός» που παλεύει με τον καρκίνο των πνευμόνων δήλωσε χαρούμενος την επόμενη μέρα, ότι νιώθει πως κερδίζει 2-0 στο ημίχρονο, αν και τελικά δεν γνωρίζει το τελικό αποτέλεσμα. Βέβαια για να πιάσουν τέτοιες παρακινδυνευμένες πάσες, πρέπει να υπάρχει δίπλα σου μια ολόκληρη ομάδα. Για παράδειγμα το σχέδιο ήταν την μπάλα να πάρει ο Μειμάρ και όταν αυτός ξεχάστηκε, υπήρξε κοτζάμ Σοάρες που έτρεξε, την πρόλαβε κι έβαλε το γκολ.
Η αντιπολίτευση, θέλοντας ή μη, έχει κάνει ουκ ολίγες πάσες στην κυβέρνηση τους τελευταίους μήνες. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει σέντερ φορ να βάλει γκολ και κυρίως ομάδα να τις εκμεταλλευτεί.
Αναγνώστης Κέντρος