Του Δημήτρη Καπράνου
Ερχότανε, που λες, τρέχοντας ο Σταμάτης, της κυρά- Διαμαντούλας, της χήρας, που ο άντρας της, ο καπετάνιος, είχε πνιγεί σ' ένα ναυάγιο στον Ινδικό και τώρα ζούσανε με την αποζημίωση και τη σύνταξή του.
Ώσπου έβγαινε η μάνα (δεν έχει σημασία ποιανού η μάνα ήτανε, έβγαιναν με βάρδιες) στην γωνία και φώναζε: "Τέλος το παιγνίδι, ελάτε για πλύσιμο- ντύσιμο- εκκλησία". Κι ύστερα, φρεσκολουσμένοι και με τα καλά μας, στην εκκλησιά με τη μάνα ή με τη γιαγιά του ο καθένας. "Να έχετε κοντά σας το ορφανό, να του μιλάτε" μας έλεγαν, για τον Σταμάτη, που κάθε τόσο θυμότανε τον πατέρα του κι έκλαιγε. "Μην κλαις, ρε Σταμάτη. Οι άντρες δεν κλαίνε!" του λέγαμε. Μέχρι που ο Νίκος είδε ένα βράδυ τον πατέρα του να κλαίει, όταν τον απολύσανε από τα Λιπάσματα...