Διαμεσολάβηση …επτά χρόνια μετά

manousakis stelios

Του Στέλιου Μανουσάκη

Μετά λύπης μου παρακολουθώ το νομικό κόσμο της χώρας να ενίσταται στο νέο Νόμο περί υποχρεωτικότητα της Διαμεσολάβησης Ο Νόμος 3898/2010 έχει εντάξει το θεσμό της Διαμεσολάβησης εδώ και επτά χρόνια σύμφωνα με οδηγία της Ευρώπης για αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων, καταρχάς, αλλά και προώθηση των εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης των διαφορών.

Η διαμεσολάβηση παγκοσμίως χρησιμοποιείται στις περισσότερες διαφορές δύο ή και περισσότερων μερών και έχει επιτυχή έκβαση σε διεθνούς κύρους συμφωνίες, όπου τα μέρη με τη βοήθεια τρίτου ουδέτερου και αμερόληπτου καταρτισμένου προσώπου, βρίσκουν συμφωνία που ικανοποιεί και τους δύο (ή περισσότερους) την οποία και διατηρούν. Η προστασία και διατήρηση των σχέσεων, ο διάλογος, η «μαγεία» της διαδικασίας και το αποτέλεσμά της θα ενδυναμώσει τις σχέσεις ανθρώπων μικρής και μεγαλύτερης κοινωνίας αλλά και θα αγκαλιάσει τον τρόπο με τον οποίο μπορούν οι άνθρωποι να διαφωνούν εποικοδομητικά προς εύρεση κοινά αποδεκτής λύσης.

Η Διαμεσολάβηση δεν είναι συμβιβασμός, όπως πολλοί δικηγόροι θέλουν να νομίζουν ότι μπορούν να πράξουν για λογαριασμό των πελατών τους. Η διαδικασία αφορά ενεργή συμμετοχή των μερών και «κούραση» προς το επιθυμητό αποτέλεσμα με τις τεχνικές και δεξιότητες που χρησιμοποιεί ο Διαμεσολαβητής. Οι τεχνικές αυτές εστιάζουν στα συμφέροντα των μερών, τις πραγματικές τους ανάγκες και όχι τα «θέλω» τους, τα οποία οι δικηγόροι αναλύουν και υπερασπίζουν βάσει Νόμων. Η νομική ή άλλη συμβουλή ή παρέμβαση του διαμεσολαβητή στη διαφορά των μερών δεν εξυπηρετεί πραγματικά τα συμφέροντά τους, τα οποία δεν μπορεί εξάλλου να γνωρίζει ο διαμεσολαβητής παρά μόνον όταν χρησιμοποιεί τις τεχνικές του για να τους βοηθήσει να προχωρήσουν τη σχέση τους στο μέλλον.

Είναι ίσως η μοναδική περίπτωση που οι δικηγόροι αντίστοιχα των μερών έχουν τη δυνατότητα να ακούσουν τις ανάγκες της άλλης πλευράς, και όχι τα νομικά στοιχεία, εφόσον βρίσκονται όλοι μαζί στη διαδικασία, και να αφουγκρασθούν τις δυνατότητες και αδυναμίες της διαφοράς. Είναι μεγαλείο ακόμη το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις διαμεσολάβησης οι άνθρωποι προσέρχονται στη διαδικασία και ζητούν «χρήματα», όμως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αποκαλύπτεται ότι οι πραγματικές ανάγκες των μερών δεν αφορούν μόνο χρήματα αλλά πιο σημαντικά και βαθιά θέματα, επιβίωσης, ασφάλειας, κοινωνικής προστασίας, καλής γειτνίασης, συνύπαρξης και άλλα που κανένας Δικαστής δεν μπορεί να αποφασίσει εάν δεν εφαρμόσει τους Νόμους. Είναι επίσης σημαντικό το γεγονός ότι τα βαθύτερα συναισθήματα αποκαλύπτονται στη διαμεσολάβηση από τα μέρη που ουδόλως τα ίδια είχαν φανταστεί ότι είχαν για την άλλη πλευρά και σύντομα ξετυλίγεται το «κουβάρι» της λύσης από τα ίδια τα μέρη.

Η διαδικασία και το μοντέλο της εστιάζει στο παρελθόν της σχέσης, τη διαφορά που προέκυψε στο παρόν και τον τρόπο που θέλουν τα ίδια τα μέρη να προχωρήσουν στο μέλλον, είτε πρόκειται για συζύγους, συνεργάτες, γείτονες, συνάδελφοι σε εργασία ή άλλο. Οι δικηγόροι έχουν μόνο να κερδίσουν από τη διαδικασία, καθώς οι πελάτες τους θα είναι ικανοποιημένοι και θα τους εμπιστευτούν ξανά, αντί να διορίζουν για κάθε διαφορά τους άλλον δικηγόρο ανάλογα με την αμοιβή που μπορούν να διαπραγματευτούν μη έχοντας εμπιστοσύνη στη μεταξύ τους σχέση. Η φύση της κάθε υπόθεσης θα δώσει επίσης επιπλέον ποσοστό κέρδους στο δικηγόρο σε περίπτωση συμφωνίας των μερών το οποίο μπορεί ο δικηγόρος να προσυμφωνήσει. Η παρουσία του δικηγόρου θα είναι βοηθητική, και όχι ανταγωνιστική όπως στα Δικαστήρια, όταν αντιληφθούν τις ανάγκες της άλλης πλευράς και τις αδυναμίες της υπόθεσης, πολύ περισσότερο του χρόνου εκδίκασης της υπόθεσης με αμφισβητούμενο αποτέλεσμα. Η παρουσία του δικηγόρου θα ενδυναμώσει το θεσμό και τα μέρη θα γνωρίζουν τα δικαιώματά τους σε περίπτωση συμφωνίας εκ των προτέρων χωρίς να χρειάζεται να απευθυνθούν στα Δικαστήρια εκ νέου, εκτός και αν αυτό είναι απαραίτητο από τη διαδικασία. Οι δικηγόροι δεν έχουν να χάσουν τίποτα από την εφαρμογή του θεσμού, αλλά όπως συμβαίνει συνήθως με κάθε νέο θεσμό, η βαθιά γνώση της διαδικασίας είναι άκρως σημαντική.

Οι Δικαστές θα ασχοληθούν με τις υποθέσεις οι οποίες πρέπει να ακουστούν κάτω από το πρίσμα της Δικαιοσύνης καθώς δεν είναι όλες οι υποθέσεις για τη Διαμεσολάβηση, όπως δεν είναι για τη διαιτησία ή τα Δικαστήρια. Ο Διαμεσολαβητής δεν υποκαθιστά τον Δικαστή καθώς η τυχόν συμφωνία των μερών είναι προϊόν δικής τους προσπάθειας επίλυσης της διαφοράς τους με τη βοήθεια και τις τεχνικές του διαμεσολαβητή και όχι προσωπικής άποψης του διαμεσολαβητή ή διαπραγμάτευσης μονομερώς των δικηγόρων χωρίς την παρουσία των πελατών τους, όπως συμβαίνει σήμερα. Η Δικαιοσύνη δεν θίγεται με την εφαρμογή του θεσμού, όπως ακούστηκε, αντίθετα η διαδικασία βοηθά στη γρηγορότερη και καλύτερη διαχείριση αλλά και επίλυση των υποθέσεων και του συστήματος των εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών όπως γίνεται σε όλες τις χώρες του κόσμου.

Είναι ευθύνη όλων μας να αγκαλιάσουμε το νέο θεσμό και πριν τον «αφορίσουμε» να τον κατανοήσουμε, ως εκ τούτου θα ήταν προτιμότερο ο νομικός κόσμος να ενημερωθεί με λεπτομέρειες για τη διαδικασία και να προσπαθήσει να «ακούσει» προσεκτικά την παγκόσμια επιταγή για την εφαρμογή της διαμεσολάβησης και τις εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης των διαφορών με σκοπό τη διατήρηση των ανθρωπίνων σχέσεων.

*Ο Στέλιος Μανουσάκης είναι Δικηγόρος – Διαμεσολαβητής, πρώην Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς