Η πατρότητα των μέτρων

theotokas georgios

Του Γιώργου Θεοτοκά

Η προηγούμενη κυβέρνηση συνήθιζε να λέει κάθε φορά που βρίσκονταν σε δυσχερή θέση εξαιτίας κάποιου δύσκολου και «αντιλαϊκού» μέτρου, ότι αυτό δεν αποτελεί δική της επιλογή, αλλά είναι απαίτηση της τρόϊκα. Χρησιμοποιούσε κατά σύστημα και με άνεση αυτή την επιχειρηματολογία, ως μία πραγματικότητα φυσιολογική και αποδεκτή, απέναντι στην οποία δεν θα μπορούσε να υπάρξει άλλη στάση πέραν της συμμόρφωσης.

Αναπόφευκτα, μη αναπτύσσοντας δικά της πειστικά επιχειρήματα για την αναγκαιότητα και τη χρησιμότητα κάθε δύσκολου μέτρου, αλλά επικαλούμενη απλά και μόνο την υποχρεωτικότητά του λόγω της επιβολής του από τους δανειστές, αφενός αποδυνάμωνε την σκοπιμότητα και ουσιαστική χρησιμότητα του αντίστοιχου μέτρου, αφετέρου συνομολογούσε - ως εάν να ήταν μία αυτονόητη και γενικά αποδεκτή κατάσταση - ότι ως νόμιμη κυβέρνηση της χώρας, δεν είχε την πολιτική πρωτοβουλία χάραξης πολιτικής, αλλά εκτελούσε τις εντολές των δανειστών, περιορίζοντας συστηματικά την δική της θεσμική αρμοδιότητα και κυριαρχία.

Είχαμε φτάσει πια ως χώρα σε σημείο που η επίκληση κάθε απαίτησης της τρόικα να θεωρείται ότι θεραπεύει πάσα νόσο και να υπάρχει ευρύτερα σε αρκετές περιπτώσεις η υπόνοια και η καχυποψία, ότι λανσάρονταν ως επιταγές των δανειστών ακόμη και κάποια δυσάρεστα μέτρα που ενδεχομένως να μην ήταν αίτημα ή απαίτηση της τρόικα (και που δεν συνδέονταν με οικονομικούς δείκτες ή με θέματα δημοσιονομικά), προκειμένου να μπορέσει η προηγούμενη κυβέρνηση να τα περάσει χωρίς αντιδράσεις και χωρίς μεγάλο, υποτίθεται, πολιτικό κόστος.

Από την παραπάνω θεσμική και πολιτική στρέβλωση της προηγούμενης διακυβέρνησης, φτάσαμε σιγά-σιγά στο σημείο η νέα ελληνική κυβέρνηση να φαίνεται ότι ενεργεί και αντιδρά με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο. Ότι δηλαδή επιδιώκει να δίνει την εικόνα ότι τα μέτρα που παίρνει ή που εξαγγέλλει αποτελούν αποκλειστικά δική της επιλογή και προτεραιότητα, έτσι που η οποιαδήποτε εντύπωση ή φήμη ότι κάποιο από αυτά υπαγορεύτηκε από τους δανειστές να θεωρείται πλέον μομφή και όνειδος. Όπως για την προηγούμενη κυβέρνηση το μέγιστο πολιτικό κόστος ήταν το να δημιουργείται η εικόνα ότι τα δυσάρεστα μέτρα τα θεσπίζει η ίδια, τόσο για την τωρινή το κόστος και το όνειδος είναι να δίνεται η εντύπωση ότι τα επιβάλλουν οι δανειστές. Αυτό όμως μπορεί να αυτοπαγιδεύσει τη νέα κυβέρνηση, με την έννοια ότι πιθανότατα θα βρεθεί και η ίδια στη δυσχερή θέση να θεσπίσει μέτρα με τα οποία διαφωνεί απόλυτα, προκειμένου να συνεχισθεί η χρηματοδότηση της χώρας, οπότε ή θα αναγκασθεί να τα υιοθετήσει παρά την προφανή αναντιστοιχία τους με το πρόγραμμά της προκειμένου να μην καταδειχθεί ότι και αυτή υπέκυψε στις πιέσεις των δανειστών ή θα επιβεβαιωθεί ότι και η ίδια συμμορφώνεται προς τις επιταγές τους.

Θα ήταν προτιμότερο βέβαια να μην φτάσουμε στο σημείο η νέα κυβέρνηση να λανσάρει μέτρα που θα υπαγορεύονται ή θα επιβάλλονται από τους δανειστές, ως δικές της επιλογές προκειμένου να αποφύγει το κόστος της υποταγής της στους λεγόμενους «θεσμούς». Δεν είναι κακό, σε κάποιες περιπτώσεις που τα δυσάρεστα μέτρα έρχονται σε προφανή αντίθεση με τις εξαγγελίες της, να καταγραφεί η αλήθεια, ότι δηλαδή κάποια από αυτά είναι αναγκαστικά και επιβαλλόμενα και δεν υπόκεινται σε άλλη διαπραγμάτευση. Γι’ αυτό ίσως δεν είναι και πολύ σκόπιμο να συνεχισθούν αυτοί οι ηρωϊκοί τόνοι ότι μόνο η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει πλέον, μιας και οι δύσκολες αποφάσεις επίκειται να ληφθούν άμεσα. Όλα αυτά βέβαια στο βαθμό που η κυβέρνηση είναι πράγματι αποφασισμένη, όπως δείχνει, να κρατήσει τη χώρα στην ευρωζώνη, γιατί διαφορετικά, αν υπάρχουν και άλλες σκέψεις, μπορεί εύκολα να κατανοήσει κανείς τις ηρωϊκές δηλώσεις των ημερών.

Με δεδομένο ότι και στην παρούσα φάση θα ληφθούν εξίσου δύσκολες αποφάσεις και θα θεσπισθούν, αναπόφευκτα, αρκετά δυσάρεστα μέτρα, μένει να αποδειχθεί ποια από τις δύο καταστάσεις συνεπάγεται και το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος, το να καταγράφεται δηλαδή ότι την πατρότητα των μέτρων την έχουν οι δανειστές ή ότι την έχει αποκλειστικά η ελληνική κυβέρνηση.
Σίγουρα από θεσμική άποψη, η αυτονόητη τάξη είναι να έχει την κυριαρχία στην ασκούμενη πολιτική η εκάστοτε εκλεγμένη κυβέρνηση. Το αν όμως η τυχόν αποκατάσταση της κυρίαρχης θέσης της εθνικής κυβέρνησης (πραγματική ή επικοινωνιακή), θα καταστήσει και τις δυσάρεστες αποφάσεις της λιγότερο επώδυνες πολιτικά, είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα που θα πρέπει να περιμένουμε για να απαντηθεί - αλλά απ’ ότι φαίνεται δεν θα χρειασθεί να περιμένουμε για πολύ.

eep logo