Τελευταίο «κλικ» για τον Δημήτρη Πουλακίδα

poulakidas dimitris















Του Δημήτρη Καπράνου

Πρέπει να ήταν 1974. Αραβωνιασμένοι ακόμη, βραδάκι, δειπνούσαμε με τη σημερινή σύζυγο στο εστιατόριο «Τα επτά αδέλφια», των αδελφών Ντάλτα (και ουχί Ντάλτον) στο Πασαλιμάνι.

Δεν είχαμε τότε «κινητά» και δίναμε στην Αστυνομία το τηλέφωνο όπου θα βρισκόμασταν (οι ρεπόρτερ) ώστε «να μας ειδοποιήσουν αν συμβεί κάτι». Μόλις είχα αρχίσει στη «Βραδυνή», στραβάδι στο ρεπορτάζ. Ο σερβιτόρος, πλησίασε και μου είπε «σας ζητούν στο τηλέφωνο», οι θαμώνες με κοίταξαν περίεργα και στην άλλη άκρη ήταν «από την Αστυνομική Διεύθυνση.

«Έγκλημα στο Σχιστό» μου είπε η φωνή κι εγώ, μόλις έκλεισα, τηλεφώνησα στον κύριο Φύτρα, τον «παλιό» του ρεπορτάζ, τον οποίο ακολουθούσα. «Πού είσαι; έρχομαι» μου είπε και σε λίγο, ένα σχεδόν λευκό «Polski» σταματούσε στην Σωτήρος. «Θα τα πούμε αργότερα» είπα στη μνηστή, της άφησα χρήματα να πληρώσει και φύγαμε.

«Θα πάμε να πάρουμε και τον Πουλακίδα» μου είπε ο Γιάννης. Το είχα ακούσει το όνομα, ήταν φωτορεπόρτερ. Στην γωνία Κολοκοτρώνη και Βας. Γεωργίου μπήκε στο πίσω κάθισμα ένας άνθρωπος μετρίου αναστήματος, με γυαλιά και μια «Lubiter» κρεμασμένη στο λαιμό. Με τον Φύτρα να οδηγεί όπως ο Μπελμοντό στους «Διαρρήκτες» φτάσαμε στον τόπο του εγκλήματος, μέσα από έναν κατσικόδρομο, σε ένα απόκρημνο σημείο του «Σχιστού», που τότε δεν ήταν όπως σήμερα, περιοχή Μοναστηρίων και γηπέδων.

Με το που σταμάτησε το βαρύ ανατολικοευρωπαϊκό όχημα, ο Πουλακίδας άρχισε να ...πετάει! Σκαρφάλωνε στα βράχια σαν κατσίκι, εστίαζε τον φακό σαν γεράκι, με ένα τσιγάρο ανάμεσα στα υποκίτρινα δόντια και φωτογράφιζε το ξαπλωμένο ανάσκελα πτώμα («πτώμα» αποκαλείται το νεκρό σώμα και όχι σορός, αγράμματοι, «Σορός» είναι το φέρετρο!) που του έλειπε το μισό κρανίο και τα μυαλά ήταν χυμένα στο χώμα! Πιο κάτω, η γυναίκα την οποία είχε σκοτώσει ο μετέπειτα αυτόχειρας, με δυο μπαταριές στην κοιλιά, δεν είχε προλάβει να δει τα σωθικά της να απλώνονται στα χόρτα.. Με απόλυτη ψυχραιμία και το τσιγάρο στο στόμα, ο Πουλακίδας φωτογράφιζε ενώ οι αστυνομικοί παραμέριζαν στο πέρασμά του.
Κάποια στιγμή, τον είδα να γυρίζει «προφίλ» το κεφάλι της νεκρής γυναίκας. «Να έχουμε κι ένα καλό κοντινό» μας είπε, με ένα χαμόγελο επιτυχίας στα χείλη! «Έλα, μικρέ, μη λιποθυμήσεις» μου είπε ο Φύτρας και ο Πουλακίδας έβγαλε από την τσάντα ένα μπουκαλάκι κονιάκ, έχοντας αντιληφθεί το συναίσθημα της ναυτίας που με είχε κυριεύσει. «Πιές, να συνέλθεις» μου είπε. Πράγματι, κατέβασα μια –δυο γουλιές και στανιάρισα.
Σε λίγο ήρθε ένας τύπος που μου θύμισε τον Πουαρό. «Είναι ο Αγκαβανάκης, κάνει το νυχτερινό στα «Νέα», μου είπε ο Γιάννης κι άρχισαν, με τον νεοφερμένο, να καπνίζουν δίπλα στο πτώμα, σαν να μη συνέβαινε τίποτε, ενώ μιλούσαν και με τους αστυνομικούς, κρατώντας σημειώσεις, υπό το φως ενός φακού, που είχε ανάψει ένας ανθυπαστυνόμος!

Σε λίγες μέρες είχα μπει στο χορό, παρέα με τα «θηρία», τον τραχύ και μυστηριώδη Γιάννη Φύτρα, τον ευγενή και ποιητή Γιώργο Κόμη, τον πάντα γελαστό Μιχάλη Παπαδόπουλο, τον αυστηρό «πρύτανη» Γιάννη Καραμήτσο, τον αεικίνητο και σπινθηροβόλο Σωτήρη Αράπη, τον αμίμητο και εύθυμο Στέλιο Τραϊφόρο, τον παράξενο και πάντα κουρασμένο Νίκο Ζώλη, τον ευπατρίδη διδάσκαλο Στάθη Μπάτη, τον φιλικότατο και ανοιχτόκαρδο Νίκο Πηγαδά, εκλεκτούς δημοσιογράφους, που βοήθησαν, με ειλικρίνεια και αγάπη, όλους τους νεότερους στα πρώτα βήματα.
Όλοι, λοιπόν, ξέραμε ότι μόλις «έσκαγε θέμα» θα βρισκόμασταν στον ημιόροφο του Πουλακίδα, στην Κολοκοτρώνη! Κι ύστερα από το ρεπορτάζ, θα περιμέναμε να εμφανίσει, με τσιγάρα και ουζάκι, να στεγνώσει (με το πιστολάκι) για να πάρουμε τις φωτογραφίες «ζεστές ακόμα» για την εφημερίδα!
Όμορφα χρόνια! Με τον Μήτσο Πουλακίδα, συνεργαστήκαμε τριανταπέντε χρόνια. Καλύψαμε ναυάγια, θεομηνίες, φωτιές, δολοφονίες, δίκες, Κορυδαλλό, την υπόθεση Τσάπμαν, τους εμπρησμούς του «Δραγώνα» και του «Λαμπρόπουλου», τη «17 Νοέμβρη», τη «Θύρα7» το «Jupiter», ένα σωρό ρεπορτάζ, που κανείς σχεδόν δεν θυμάται. Το όνομά του «Φωτορεπορτάζ: Δ. Πουλακίδας» υπάρχει σε όλες τις μεγάλες εφημερίδες της εποχής.
Ο Πουλακίδας έφυγε στα 89, χήρος, αφού η πιστή και άξια σύντροφός του τον άφησε νωρίς, έχοντας ζήσει όπως ήθελε και έχοντας αφήσει πίσω τον καλό μας συνάδελφο Νάσο και δυο εγγόνια, έναν γιατρό και μια δικηγόρο. Καμιά από τις εφημερίδες που υπηρέτησε δεν θα τον θυμηθεί. Αυτή είναι η δουλειά μας, Μήτσο, σκληρή και άδικη. Γεμίζεις σελίδες επί σελίδων και δεν γίνεσαι ούτε μονόστηλο! Άντε, τράβα μας μια μαυρόασπρη αναμνηστική από εκεί που είσαι…

eep logo