Χρήστος Φωτίου: Παλαιάς κοπής χρυσάφι

Του Κώστα Μποτόπουλου*

Από τα τρία μεγάλα ρεύματα που άρδευσαν το ποτάμι του ΠΑΣΟΚ και έβαλαν τις βάσεις για την εκλογική και κοινωνική του απήχηση –τους οπαδούς του Ανδρέα Παπανδρέου, τους προοδευτικούς κεντρώους και τους δημοκράτες Αριστερούς- ο Χρήστος Φωτίου ανήκε στο τρίτο. Ή μάλλον προερχόταν από αυτό, αφού υπήρξε στέλεχος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη και μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της ΕΔΑ, πριν και κατά τη δικτατορία, στην οποία αντιστάθηκε με έργα και γι’ αυτό εξορίστηκε στη Γυάρο.

Τα τρία ρεύματα δεν ήταν αλληλοαποκλειόμενα: ο αριστερών καταβολών Φωτίου, παρόλη την κριτική που κατά καιρούς διατύπωνε, υπήρξε σταθερός και αμετανόητος θαυμαστής του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ -«αχ ο Αντρέας», έλεγε, «αυτός ήταν Πολιτικός για την Ελλάδα». Σε κάθε περίπτωση, από τη στιγμή της ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ, ο Φωτίου ήταν μόνο ΠΑΣΟΚ, με τον αμίμητο τρόπο του, που ήταν βαθύτατα προσωπικός αλλά ενσάρκωνε και μια ευρύτερη, πλέον ανεπίστρεπτα παρελθούσα, συλλογική και ατομική στάση.

Νομικός στο επάγγελμα αλλά πολιτικός ως το μεδούλι, ο Φωτίου αντιλαμβανόταν την πολιτική ως τον πιο ένδοξο τρόπο βελτίωσης της ζωής των ανθρώπων, δηλαδή πρώτιστα της περηφάνιας και της αξιοπρέπειας των λεγόμενων «απλών» ανθρώπων, που για εκείνον ήταν, όχι εγκεφαλικά αλλά βιωματικά, το άλας της γης. Παρότι ο ίδιος ήταν κυρίως ένας άνθρωπος του πνεύματος, κινητήρια δύναμη του ήταν το δέσιμο με την πειραϊκή γειτονιά του, τα Ταμπούρια, όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε, έζησε και πέθανε, και με τους ανθρώπους της, που καθρέφτιζαν, και συνεχίζουν με κάποιο τρόπο να καθρεφτίζουν, παρά τις κοινωνικές και πολιτιστικές αλλοιώσεις, μια άλλη Ελλάδα. Μια Ελλάδα πιο γνήσια, πιο γήινη, πιο ενστικτώδη -με ένστικτο που δεν είναι βέβαια «αλάθητο», είναι όμως ανυπότακτο, ανυποχώρητο, οπαδικό ίσως αλλά και δημοκρατικό: «Δεν είμαστε όλοι το ίδιο, αλλά όλοι αξίζουμε το ίδιο». Αυτή την αξία ανταπόδωσε στους ανθρώπους του τόπου και της γειτονιάς του ο Χρήστος Φωτίου, περπατώντας, τρώγοντας, τραγουδώντας και δακρύζοντας μαζί τους, μιλώντας τους και ακούγοντας τους.

Υψηλόφρων και βροντόφωνος, επικός και λυρικός συγχρόνως, γενναίος και γενναιόδωρος, χωρίς μυστικά και ψέματα –ή μάλλον με συγκριτικά ελάχιστες σκιές, καθώς ο δημόσιος βίος δεν επιτρέπει την αγιότητα σε κανέναν-, ο Φωτίου άφησε κυρίως στίγμα με την προσωπικότητα του και με τον τρόπο προσέγγισης των πολιτών και της πολιτικής. Παρότι πέρασε από όλα σχεδόν τα αξιώματα –δήμαρχος, βουλευτής, υπουργός, αιρετός νομάρχης-, ο ίδιος έλεγε ότι την πιο μεγάλη ικανοποίηση την πήρε από τη «μάχη της χαβούζας» που έδωσε ως Δήμαρχος Κερατσινίου, μαζί με τους κατοίκους του Κερατσινίου. Θα μπορούσε να προσθέσει -νιώθω ότι η καρδιά του εκεί τον έσπρωχνε, αλλά η μετριοφροσύνη του τής έκλεινε το στόμα- το ρόλο που έπαιξε, ως εισηγητής, στο νόμο για την εθνική αντίσταση και την εθνική συμφιλίωση, έναν νόμο του ΠΑΣΟΚ αλλά κυρίως έναν νόμο για μια καλύτερη Ελλάδα. Άλλες εποχές, άλλες μάχες, για τα βασικά. Χαρά τού έδωσε επίσης, στο τέλος της δημόσιας προσφοράς του, η διοίκηση του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου, γιατί αγαπούσε τη θάλασσα και τις τρικυμίες της, τους ανθρώπους της θάλασσας και το μόχθο τους.

Ακόμα κι όταν αποσύρθηκε, ο Χρήστος Φωτίου άκουγε και ακουγόταν, συμμετείχε στα κοινά. Γραπτός Τύπος και βιβλία–τα ηλεκτρονικά μέσα φτηναίνουν και την ενημέρωση και την επικοινωνία, έλεγε-, κουβέντες με τους φίλους και την οικογένεια, έγνοια για το γενικό καλό γέμιζαν το χρόνο και την ψυχή του. Κυρίως γέμισαν, μαζί και πέρα από την πολιτική δράση του, μια ζωή πλούσια χωρίς υλικά πλούτη, σε μια εποχή αλλιώς πλούσια και για την Ελλάδα και για τη δημοκρατία.

*από την έντυπη έκδοση "ΤΑ ΝΕΑ"

eep logo