Αντώνης Σουρούνης: Στα στέκια Ιωάννου και Μπουκόφσκι

1 98737 sourounis

του Γιώργου Αρκουλή

Ναυτικός, τραπεζικός υπάλληλος, παιδί για θελήματα σε ξενοδοχεία, αλλά και επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας υπήρξε ο Αντώνης Σουρούνης, πριν από το 1987, όταν πλέον κάτοικος Αθηνών (μετά από περιπέτειες σε Γερμανία και Αυστρία), κατάφερε να βιοπορίζεται ως συγγραφέας.
Για όσους έχουν γοητευθεί από τα βιβλία του, έχουν επισημάνει, ίσως, ότι αυτός ο Θεσσαλονικιός μάγκας της γραφής, ήταν γεννημένος συγγραφέας, χωρίς φτιασίδια και ψευτοκουλτούρα, χωρίς να υπερηφανεύεται για το έργο του ή να ψάχνει ευκαιρίες προβολής.

Ο γράφων, αγάπησε την ‘Ελευθεροτυπία’ (αν και στέλεχος της εφημερίδας ‘ΤΑ ΝΕΑ’ για 3.5 δεκαετίες) χάρη στα μικρά πεζά διαμάντια που δημοσίευε μια φορά την εβδομάδα ο Σουρούνης. Ηταν οι εποχές που μαζί με την Όλγα Μπακομάρου, τον Ηλία Πετρόπουλο και τον Γιάννη Ξανθούλη, αποτελούσαν άλλωστε ένα συναρπαστικό καστ, την γραφή του οποίου σήμερα δύσκολα βρίσκεις (πέραν των άρθρων πάνω σε πολιτικές, οικονομικές και καλλιτεχνικές αναλύσεις…), που συχνά λένε πάρα πολλά όταν δεν έχουν να πουν τίποτα…

Ο Σουρούνης, τον οποίο αποχαιρέτησαν χθες Πέμπτη οι φίλοι του στο ταπεινό κοιμητήριο της Θεσσαλονίκης, μπορεί να θεωρηθεί από μία άποψη ως ο ‘συνεχιστής’ του σπουδαίου πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου (1927-1985) μια και στο έργο τους διακρίνει κανείς πλήθος από συγγενή στοιχεία.
Και οι δύο γεννήθηκαν στην Θεσσαλονίκη, και οι δύο πήραν το κρατικό βραβείο (διηγήματος ο Ιωάννου-μυθιστορήματος ο Σουρούνης).
Και οι δύο γοήτευσαν ως μάστορες της μικρής φόρμας, ήξεραν να συναρπάζουν το αναγνωστικοί κοινό. Αλλωστε δεν είναι τυχαίο που ο Ιωάννου (επί χρόνια συνεργάτης της "Καθημερινής" ) εμφανίστηκε στα Γράμματα με τόμο 22 μικρών κειμένων υπό τον γενικό τίτλο ‘Για ένα φιλότιμο’, ενώ και ο Σουρούνης με το ‘Υπ’ όψιν Λίτσας’ βάδισε σχεδόν πάνω στα ίχνη της γεμάτης ζωντάνιας γραφής, μέσα σε μικρά σφιχτά κείμενα.

Ο Σουρούνης –τον οποίο ανακάλυψαν και πίστεψαν πρώτοι η Ελένη Βλάχου με τον Κώστα Λούνδρα, ανοίγοντας την πόρτα των καταπληκτικών (στην εποχή τους) εκδόσεων ‘Γαλαξίας’- ασχολήθηκε στο ξεκίνημα της πεζογραφικής του περιπέτειας με άτομα λαϊκά, με τη νύχτα και γενικά το περιθώριο, στοιχεία που μάλλον βίωσε για μπόλικα χρόνια και ο ίδιος, ειδικά ως τζογαδόρος που τα μεσάνυχτα άφηνε το καζίνο του Μπάντεν- Μπάντεν έχοντας τις τσέπες γεμάτες μάρκα (και κερδισμένες μάρκες ρουλέτας) και το επόμενο μεσημέρι έψαχνε κάποιον φίλο να του πληρώσει ένα πρόχειρο γεύμα, θυμίζοντας σύγχρονη εικόνα Ντοστογιέφσκι!
Από μια άποψη, ο Σουρούνης θυμίζει αρκετά και τον διάσημο ποιητή (προτιμούσε το ποιητής από το ‘συγγραφέας’) Τσαρλς Μπουκόφσκι, αν και ο Αμερικανός γούσταρε να τρέχει στην Πασαντένα για το πάθος του με τις ιπποδρομίες, κρατώντας στο ένα χέρι ένα μπουκάλι κρασί και στο άλλο το πλούσιο στήθος μια ‘ξέμπαρκης’ γκόμενας.

Κατά την άποψή μου, ο Σουρούνης έφυγε –στα 74 χρόνια του- την Τετάρτη, αλλά το έργο του ΤΩΡΑ θα γράψει τα εύσημα που του οφείλει η ελληνική πεζογραφία. Κάτι ακόμη: θεωρώ ότι η γραφή του Σουρούνη αποτελεί πυξίδα για τους νεότερούς του (και σίγουρα επιτυχημένους) βορειοελλαδίτες Σκαμπαρδώνη,
Κοροβίνη αλλά και για ον Πειραιώτη ‘μάγκα της γραφής’ Διονύση Χαριτόπουλο. Αν υπερβάλω ζητώ ταπεινά συγγνώμη!
Λεπτομέρεια με σημασία:
Πέμπτη απόγευμα, 24 σχεδόν ώρες μετά την είδηση για το ‘μακρινό ταξίδι’ του Αντώνη Σουρούνη, κατέβηκα στο υπόγειο κεντρικού βιβλιοπωλείου στην αρχή της Ασκληπιού. Για την ακρίβεια στο πλέον ενημερωμένο βιβλιοπωλείο του κέντρου. Θεώρησα πιθανό ότι το αφεντικό και οι υψηλού επιπέδου (πάνω σε θέματα λογοτεχνίας) υπάλληλοι θα είχαν ήδη ευαισθητοποιηθεί, έχοντας ετοιμάσει ένα μικρό κομμάτι του πάγκου με τα βιβλία του Σουρούνη. Δεν υπήρχε τίποτα. Κι’ όταν ρώτησα «που θα βρω Σουρούνη;» μου έδειξαν τα ορεινά ενός… ζόρικου για το μπόι μου ραφιού. Δηλαδή τρέχα γύρευε. Έφυγα δικαιολογώντας το αφεντικό, που ως καλός επιχειρηματίας ασχολείται με το ‘χαρτεμπόριο’ δίνοντας μεγάλη προβολή στα βιβλία ‘του συρμού’. Τι άλλο; Επειδή όμως είχα αρχίσει να νοιώθω θυμό μέσα μου, σκέφτηκα να πεταχτώ στο χλιδάτο και φυσικά πλούσια ενημερωμένο ‘Πάμπλικ’.
Η ίδια ερώτηση, η ίδια απάντηση,. Μόνο που σε αυτό το βιβλιοπωλείο δεν είχε γίνει γνωστή η απώλεια του συγγραφέα. Η παρατήρηση βγήκε αυθόρμητη από τα χείλη μου: «Θα περίμενα κάποια ευαισθητοποίηση από μέρους σας, ώστε να εξυπηρετηθεί το αναγνωστικό κοινό που θα σπεύσει να τιμήσει τη μνήμη του συγγραφέα αγοράζοντας τα έργα του». Μια υπάλληλος με …κονκάρδα στο πέτο (προφανώς προϊσταμένη) θεώρησε χρήσιμο να αμυνθεί ,’βγάζοντας λίγη γλώσσα’:
-Κύριε έχετε δίκιο αλλά και άδικο μαζί. Διότι δεν είναι λίγο εκτός ηθικής να σπεύδει το αναγνωστικό κοινό να ενδιαφερθεί για συγγραφέα μόλις πεθαίνει;.
Προφανώς δεν είχε καταλάβει τίποτα, αλλά δεν θεώρησα σκόπιμο να δώσω συνέχεια στο θέμα, καθώς οι ντάνες νέων εκδόσεων από τις σύγχρονες κυρίες της (ελληνικής) θεωρούμενης λογοτεχνίας δεν άφηναν ούτε πόντο στις προθήκες του βιβλιοπωλείου.
Μην λέμε ονόματα βέβαια… Ολοι γνωρίζουν (βασικά από την τηλεοπτική και όχι μόνο διαφήμιση) ποιες κυρίες πουλάνε σήμερα γερά, πλασάροντας ρομάντζα που διαβάζονται κυρίως στα κομμωτήρια, όταν οι πελάτισσες αιχμαλωτίζονται στην πολυθρόνα περιμένοντας να στεγνώσει η μιζανπλί…

eep logo