ΣΥΡΙΖΑ: Η επόμενη μέρα και το πλεονέκτημα της αντίφασης

douzinas kostas

Του Κώστα Δουζίνα*


Τα εκλογικά αποτελέσματα της Κυριακής ερμηνεύονται από πολλούς – δικαιολογημένα – ως καθαρή ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, όπως η επιτυχία του 2015, έτσι και η ήττα της Κυριακής δεν μπορούν να καταγραφούν με ένα αμιγώς θετικό ή αμιγώς αρνητικό πρόσημο. Ας θυμηθούμε ότι τις ιστορικές ημέρες του 2015 το κόμμα του νεαρού τότε ΣΥΡΙΖΑ πέρασε από ένα 3% σε ένα 35-37%, όμως αυτή η επιτυχία έκρυβε μια σημαντική δυσαρμονία ανάμεσα στα θετικά εκλογικά αποτελέσματα για το ίδιο το κόμμα και στο έλλειμμα μιας ηγεμονικής θέσης στην κοινωνία. Ακόμα και οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν σίγουροι αν έβλεπαν θετικά το εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτό σημαίνει ότι η ψήφος τότε στον ΣΥΡΙΖΑ δεν σήμαινε απαραίτητα έναν κοινό τόπο μεταξύ ενός ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος και των ψηφοφόρων του ως προς τα βασικά διακυβεύματα, τις αξίες και τις αρχές. Αυτό επιβεβαίωσαν οι μετέπειτα ποιοτικές αναλύσεις. Η δεξαμενή των ψηφοφόρων τότε υπήρξε προφανώς πολυσυλλεκτική και τα εκλογικά αποτελέσματα της Κυριακής έδειξαν ότι ένα μέρος της απομακρύνθηκε για λόγους που μένουν να μελετηθούν. Η υπόθεση που μπορούμε να κάνουμε με μια σχετική ασφάλεια είναι ότι δεν υπήρξε εκείνη η διαιρετική τομή – όπως την εννοεί η θεωρία του αριστερού λαϊκισμού – που να συμπεριλάβει ένα μεγάλο κομμάτι εκείνων που θα εκτιμούσαμε ότι εισοδηματικά ή ταξικά να ανήκουν στον λαϊκό πόλο.

Αν πάμε ένα βήμα παραπέρα, μπορούμε εδώ να δούμε και ένα έλλειμμα κοινωνικής γείωσης του ΣΥΡΙΖΑ. Πως φαίνεται αυτό; Από τη μία έγιναν κινήσεις πολιτικών συμμαχιών με πρόσωπα και οργανώσεις που δεν βασίστηκαν σε ταξικές, εισοδηματικές ή άλλες αναφορές. Από την άλλη εγκαταλείφθηκαν τα από τα κάτω κινήματα που έπαιξαν πολύ μεγάλο ρόλο τόσο στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και στη δημιουργία αυτών των θετικών εκλογικών αποτελεσμάτων. Με άλλα λόγια, δεν υπήρχε αντιστοιχία ανάμεσα στο πολιτικό μήνυμα και το πολιτικό προσωπικό και στις κοινωνικές, ταξικές, επαγγελματικές ή άλλες ομάδες, καθώς και στα συμφέροντά τους και τη γενικότερη ιδεολογική κατεύθυνση που αυτά εκπροσωπούν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μια εκλογική επιτυχία εύκολα μετατρέπεται σε εκλογική ήττα. Εκεί όμως μπαίνει ακόμα ένα θέμα: αυτή η πορεία δείχνει και ένα σημαντικό έλλειμμα καθαρού πολιτικού μηνύματος. Εδώ μπορούμε να πούμε πολλά για τον ρόλο που διαδραμάτισαν τα ΜΜΕ και οι δημοσκοπήσεις, όμως δεν αυτό το ζητούμενο. Θα έλεγε κανείς ότι πιθανόν τον τελευταίο χρόνο, όλες οι κινήσεις της κυβέρνησης και των διαφόρων σημαντικών υπουργών στράφηκε προς την κατεύθυνση της καθημερινότητας, δηλαδή στη διευκόλυνση με κάθε τρόπο της καθημερινότητας των πολιτών, της οικονομικής τους κατάστασης, των εργασιακών συνθηκών τους, της προστασίας των δικαιωμάτων τους και ούτω καθεξής.

Κάπου εκεί ενδεχομένως χάσαμε το όραμά μας, το ιδεολογικό μας στίγμα. Διότι αν πραγματικά συζητάς περί ιδεολογικής ηγεμονίας και προσπαθείς να αντιστοιχίσεις το εκλογικό σου ποσοστό, όποιο κι είναι αυτό, με μια ισχυρή κοινωνική βάση χρειάζεσαι και έναν κοινό τόπο ιδεών και πεποιθήσεων. Καθώς ήμασταν αφοσιωμένοι στη χάραξη πολιτικής που θα συνδύαζε την οικονομική ανάπτυξη με το κοινωνικό κράτος και την προστασία των δικαιωμάτων δεν λάβαμε επαρκώς υπόψη τη δυναμική του ιδεολογικού στίγματος. Αυτό θα μας οδηγούσε σε μια καταστατική ανασύσταση του πολιτικού σκηνικού, σε μια οργανική συνάφεια πολιτικής και κοινωνίας, όχι μόνο σε επίπεδο χάραξης πολιτικής αλλά και σε επίπεδο πολιτικών και συναισθηματικών δεσμών. Παραδείγματος χάρη, η λαϊκή θρησκευτικότητα ή ο δημοκρατικός πατριωτισμός που υπήρξαν στοιχεία του δικού μας αφηγήματος δεν διατυπώθηκαν με τέτοιο τρόπο που θα εμφάνιζαν την Αριστερά ως τον πραγματικό εκφραστή μιας κοινωνικής λαϊκής θρησκευτικότητας η οποία είναι διάχυτη στην κοινωνία και δεν έχει απαραίτητα σχέση με το θεσμό της Εκκλησίας, αλλά και ενός δημοκρατικού και διεθνιστικού πατριωτισμού τον οποίο εξέφρασαν με τον καλύτερο τρόπο οι Πρέσπες.

Αυτόν τον κοινό τόπο, λοιπόν, τον χάσαμε, αν τον φτιάξαμε ποτέ, και είναι κάτι θα μας απασχολήσει ενόψει των εθνικών εκλογών, κάτι που θα συζητήσουμε και θα αναλύσουμε, και τελικά κάτι που θα μετατρέψει την πρόσφατη ήττα μας σε πεδίο μιας μελλοντικής νίκης. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν εξαρχής σε μια διαρκή αντίφαση: χρειάστηκε να αποδεχθεί και να εφαρμόσει πολιτικές που δεν συνάδουν με τις ιδέες του κόμματος και των μελών του. Και αυτό αναγκάστηκε να το κάνει βουλευτές που δεν έχουν επαγγελματική σχέση με την πολιτική, με μια αφιλόξενη κρατική δομή, και απέναντι σε εχθρικά ιδιωτικά ΜΜΕ. Ναι, το αποτέλεσμα ήταν να υποχωρήσει εκλογικά, αλλά παράλληλα να έχει καθιερωθεί ως η κύρια πολιτική δύναμη της χώρας που τραβάει τις διαχωριστικές γραμμές του κοινωνικού κράτους και των δικαιωμάτων για να συμπεριλάβει όσο το δυνατόν περισσότερες φωνές της αριστεράς και της προόδου. Πριν δούμε λοιπόν την ήττα της Κυριακής ας σκεφτούμε τις νίκες που κρύβονται από πίσω της και ας δούμε τον ΣΥΡΙΖΑ σαν ένα κόμμα σε κίνηση όπως το σύνολο της κοινωνίας. Σημασία έχει τώρα να μπούμε με όρεξη σε αυτήν την κίνηση και να μιλήσουμε με την κοινωνία. Αυτό μπορεί να είναι η αρχή μιας όμορφης σχέσης, αν όχι και μιας εκλογικής νίκης.

*Ο Κώστας Δουζίνας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, βουλευτής Α' Πειραιά και πρόεδρος του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς

eep logo