Μεγάλο Σάββατο 1967…

merlin armatagogo

Του Χρήστου Φωτίου

Μας φόρτωσαν από το μεταγωγών
σε τρία φορτηγά.
Είχε σουρουπώσει.
Περνώντας από το πάμφωτο,
Λαμπροστολισμένο Πασαλιμάνι,
καταλάβαμε πως η ζωή, συνεχιζόταν
κανονικά και χωρίς εμάς...
Δεν ξέραμε που πάμε.
Δεν μας έλεγαν.
Στα Reo, δεμένοι δυο δυο.
Εγώ, με τον αγαπημένο μου φίλο,
Θαλί Δίζελο.

Κάποια στιγμή,
είχε βραδιάσει για τα καλά πια,
το σιωπηρό κομβόι σταματά
σε μιαν ερημιά.
«Γιατί σταματήσαμε, που βρισκόμαστε;»
ρώτησε κάποιος.
«Στο Χαϊδάρι» απάντησε αχνά ένας άλλος.
«Στο Χαϊδάρι»; (ούρλιαξε δίπλα μου ο Θαλής.)
«Θα μας εκτελέσουν».
Αλλά, ευτυχώς, πριν καν προλάβω να τον συνεφέρω, εγώ ο... ψύχραιμος,
ξεκινήσαμε πάλι. Δεν μας ...εκτέλεσαν,
κι έτσι μπορώ ακόμα να σας ιστορώ...

Σε λίγο μύρισε θάλασσα.
Σκαραμαγκάς.
Ένα σιδερένιο θηρίο, το αρματαγωγό Μ Ε Ρ Λ Ι Ν,
φωταγωγημένο, και μ’ ορθάνοικτη
την μπουκαπόρτα μας περίμενε.
Ήταν σχεδόν γεμάτο.
Είχαν φέρει κι από άλλα σημεία της χώρας
«απάτριδες».
Κάποιοι παλιοί, έβρισκαν γνωστούς
απ’ άλλα χρόνια.
Μιλούσαν ψιθυριστά,
να μην τους ακούμε οι νεώτεροι...
Γύρω στα τριακόσια κορμιά ταλαιπωρημένα,
προσπαθήσαμε να βολευτούμε.
Κάποιοι νεολαίοι από την Θήβα, πιασαν το τραγούδι, ώσπου η στριγγιά φωνή του πεζικάριου λοχαγού που με μ’ έναν λόχο νεοσύλλεκτων μας φρουρούσαν (και όχι οι ναύτες) «σκασμός!» μας έκοψε τη φόρα...

Σε καμιάν ώρα απ’ όταν ξεκινήσαμε,
η πρώτη έκπληξη.
Ένας αξιωματικός του πλοίου,
κατέβηκε εκεί που ‘χαμε κουρνιάσει
και με ευγένεια
απρόσμενη για κείνες τις ώρες,
ρώτησε αν υπήρχαν ανάμεσά μας ανήμποροι.
Υπήρχαν.
Κι ήταν πολλοί.
Ο Πρύτανης Νίκος Κιτσίκης, ο καθηγητής Σπηλιωτόπουλος, η οδοντίατρος από το Κερατσίνι Ελένη Ιωαννίδη, με τσακισμένα πλευρά, ο εμβληματικός Πειραιώτης επιχειρηματίας Κώστας Ζησιάδης, ερείπιο από το μένος των βασανιστών του....
Ήρθαν οι ναύτες και τους πήραν.
Τους ξάπλωσαν σε κρεβάτια!!! Τους πρόσφεραν τις πρώτες βοήθειες, τους συνέφεραν ...υπό το απειλητικό βλέμμα του πεζικάριου φρουρού της «επανάστασης» που τον αγνοούσαν επιδεικτικά...

Ξημέρωνε.
Πάσχα, μαζί με Πρωτομαγιά!!!!
Το αρματαγωγό σταμάτησε.
Καθώς κατέβηκε η μπουκαπόρτα, αντικρίσαμε ένα αφιλόξενο θεόγυμνο ακρογιάλι, με τις ξερολιθιές που προστάτευαν απ’ τους απίστευτους αέρηδες, τις σκηνές των εξόριστων του εμφυλίου, που ‘μεναν όρθιες ακόμη, λες και ξέρανε πως είκοσι χρόνια μετά, θα ‘τανε και πάλι χρήσιμες ..
Η πόρτα του αρματαγωγού ξανάκλεισε.
Και τότε,
όλο το πλήρωμα, πλοίαρχος, αξιωματικοί,
ναυτάκια, φάνηκαν ξαφνικά σ’ ένα σημείο του πλοίου ( σαν μπαλκόνι έμοιαζε)
κι άδειαζαν τις τσέπες τους και μας πετούσαν
μπισκότα, καραμέλες, τσιγάρα, κάποιος ένα μπαλάκι του τένις(!), στυλό, μπλοκάκια, κονσέρβες, κομμάτια κουραμάνας....
Κάποιος φώναξε: «κουράγιο»
αγνοώντας τον αφιονισμένο, πεζικάριο...

Επειδή, η ευγνωμοσύνη
είναι α π α ρ ά γ ρ α π τ η υποχρέωση,
Εκ μέρους των συνταξιδιωτών εκείνου του αλησμόνητου ταξιδιού, όσων ακόμη υπάρχουν, καταθέτω:
Σ’ αυτούς τους γενναίους ά ν τ ρ ε ς του αρματαγωγού Μ Ε Ρ Λ Ι Ν
Τον απέραντο σεβασμό μου…

 

eep logo