Ω, γλυκύ μου έαρ...

naftoproskopoi epitafios
Του Δημήτρη Καπράνου

"Ένα το δεξί, δύ-υ-υ-υ-ο το αριστερό". Ο ακέλας, δίνει το παράγγελμα και τα ναυτο-προσκοπάκια κάνουν την πρόβα για τον Επιτάφιο. Μπροστά με δύναμη το δεξί πόδι, αργά, συρτά, μακρόσυρτα το αριστερό. Ήμασταν οι τυχεροί, που θα κρατούσαμε τα κοντάρια με τα σημαιάκια στην πομπή της ενορίας Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου. Μια εκκλησία, πάνω στη μικρή πλατεία, που χρησίμευε τις Κυριακές για γήπεδο των παιδιών της γειτονιάς, με το εργοστάσιο προσοψίων στο βάθος και τους γύρω δρόμους, όλους, με ονόματα από τις πατρίδες της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Πηγαίναμε πια στην Πρώτη Γυμνασίου και η καρδιά χτυπούσε διαφορετικά την Άνοιξη.
"Θα μας βλέπει και η Ρόζα;" ρώτησε οι Μιχάλης, που ήταν σφόδρα ερωτευμένος με τη γειτόνισσά μας κι εμείς, που δεν είχαμε-ακόμη- τέτοια προβλήματα, τον ταράζαμε στην πλάκα. "Ναι, θα έχει και φωτογραφική μηχανή να σε τραβήξει για να σε θυμάται"! Μέσα μας, όμως, όλοι θέλαμε να βρεθεί κάποιος να μας φωτογραφίσει "με τη στολή". Αλλά πόσοι γονείς διέθεταν το μαγικό κουτί; Έτσι, εναποθέταμε τις ελπίδες μας σε έναν από τους "Φωτορεπόρτερ" της εποχής, τον "Φωτο-Πολ", τον Πουλακίδα ,τον Χροναίο ή τον Βλαντή, που γύριζαν τις εκκλησίες, φωτογράφιζαν τους προσκόπους και μοίραζαν τις κάρτες , για όσους μπορούσαν (αν περίσσευαν χρήματα) να αγοράσουν τις φωτογραφίες.
Τη δική μου την έχω ακόμη και καμιά φορά, που ανοίγω τα "άλμπουμ", τη δείχνω στην εγγονή μου. "Παππού, τόσο μικρός και ήσουνα αξιωματικός;" μου λέει και σκάω στα γέλια.
Από νωρίς στα γραφεία του " Έκτου Συστήματος Ναυτοπροσκόπων", με τις στολές πεντακάθαρες και φρεσκοσιδερωμένες, τα σημαιάκια μας και τα κορδόνια στον δεξιό ώμο, περιμέναμε το παράγγελμα. Το τύμπανο έπαιζε τον αργό ,πένθιμο, ρυθμό και φτάσαμε στην εκκλησία. "Λάβετε θέσεις", με τα κοντάρια χαμηλά και σχηματίστηκε ο διάδρομος που οδηγούσε στον Επιτάφιο.
Ασφυκτικά γεμάτος ο ναός, κατάνυξη στα Εγκώμια. "Ω, γλυκύ μου έαρ" και μπροστά-μπροστά στις "Μυροφόρες", η Ρόζα! Αισθάνθηκα το κοντάρι μου να τρέμει, καθώς ο Μιχάλης, που κρατούσε το άλλο άκρο, είχε πάθει "κλακάζ" βλέποντας την αγαπημένη του να αστράφτει, με τα μαλλιά πιασμένα πίσω, με στεφάνι λουλουδένιο και τα γυαλιά της μυωπίας στα πράσινα μάτια της!
"Τώρα βρήκες να αγαπήσεις;" του λέω πνιχτά, αλλά ο Μιχάλης δεν είναι καλά! "Τι έχεις, παιδάκι μου;" λέει μια κυρία, που τον βλέπει έτοιμο να καταρρεύσει! "Κουράγιο, ρε, θα γίνεις ρεζίλι!" του λέω , αλλά το κοντάρι φεύγει, ο Μιχάλης ξαπλώνει και η κυρία τον παίρνει έξω, φωνάζοντας "Λίγο νερό, βρε παιδιά"...

eep logo