Ένα πρωί Παραμονής...

1 kalanta old

Του Δημήτρη Καπράνου

Το κουδούνι χτύπησε εκνευριστικά. Πήρε το μαξιλάρι και το σφήνωσε στο κεφάλι του. "Να μη το ακούω, το άτιμο, πρωί-πρωί". Πως κατάφερε, όμως και πέρασε ο ήχος μέσα από τα πούπουλα και τώρα ακουγόταν πιο διαπεραστικός. "Ντριιιιν", έκανε σαν τρελό και του έσπαγε τα νεύρα. Αναγκάστηκε να σηκωθεί και έτρεξε στο θυροτηλέφωνο. Σήκωσε το ακουστικό και κοίταξε στην οθόνη. Τρία παιδάκια, με τα τρίγωνα, χτυπούσαν το κουδούνι για να πουν τα κάλαντα. "Να τα πούμε;" είπαν εν χορώ. "Μας τα' παν άλλοι" απάντησε θυμωμένος και γύρισε προς το κρεβάτι.

Και τότε, είδε τον κυρ-Χρήστο! Τον είδε, ολοζώντανο, μπροστά του, τον μεγαλομπακάλη της γειτονιάς του, στην Κοκκινιά, να στέκει μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του. Πανύψηλος, θεόχοντρος, με μια μουστάκα στριμμένη και στεριωμένη με μαντέκα, με τα χοντρά του γυαλιά στα μάτια, τα οποία στεφάνωναν δυο παχιά και ακανόνιστα φρύδια. Να έχει τα χέρια στη μέση, να έχει ανοίξει τα πόδια και να έχει στηθεί σαν τον Κολοσσό της Ρόδου, που είχανε απάνω τους τα κουτιά με τα σπίρτα, να τους κοιτάζει άγρια και να λέει "Μας τα' παν άλλοι"! Κι εκείνος, μαζί με τον Άγγελο, τον Χαράλαμπο, τον Μάκη και τον Παναγιώτη, η τετράδα που κάθε χρόνο έλεγε τα κάλαντα στη γειτονιά, να τον κοιτάζουν με δέος αλλά και με απορία.
"Καλά, πότε σας τα είπανε; Αφού δεν έχετε ακόμη ανοίξει το μαγαζί!" του πέταξε ο Άγγελος. Κι ο μπακάλης, άγριος σαν τον κύκλωπα Πολύφημο, που είχαμε δει στο σινεμά, επανέλαβε "Μας τα' παν άλλοι"!

Κι ύστερα φύγανε και αναρωτιόντουσαν "Μα τι θα τα κάνει τα λεφτά που μαζεύει; Είναι δυνατόν να μη θέλει να μπει στο σπίτι του η παιδική ψυχή; Να μην ακούσει τα κάλαντα; Πως θα πάει καλά η χρονιά του; Τι ψυχή θα παραδώσει;".

Γύρισε τρέχοντας και βγήκε με τις πυζάμες στο δρόμο. Τα παιδάκια δεν είχαν ακόμη στρίψει τη γωνία. "Σταθείτε, σταθείτε" τους φώναξε. Γύρισαν και τον κοίταξαν απορημένα. "Ελάτε να μου τα πείτε" είπε ικετευτικά. Σε λίγο η είσοδος αντηχούσε από το τραγούδι. Κι ο μπακάλης δεν ήταν πια εκεί...

eep logo